Ένα παιδί με αναπνευστικό πρόβλημα μπορεί να έχει συμπτώματα όπως ιδιαίτερο βήχα, θορυβώδη αναπνοή, συριγμό, δύσπνοια στην άσκηση ή αμέσως μετά, ροχαλητό με άπνοιες στον ύπνο κλπ, τα οποία περιγράφονται από τους γονείς. Σπάνια μερικά από αυτά τα συμπτώματα τα εκδηλώνει το παιδί κατά την ώρα της ιατρικής εξέτασης ώστε να τα ακούσει ο γιατρός για να μπορεί να κατανοήσει το πρόβλημά του. Μια καταγραφή σε βίντεο με το κινητό ορισμένων τέτοιων επεισοδίων είναι πολύτιμη βοήθεια για την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος του παιδιού από τον Παιδοπνευμονολόγο.
Η οξεία ιογενής βρογχιολίτιδα είναι η πιό συχνή λοίμωξη του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, ιδίως στα βρέφη κάτω των 12 μηνών η οποία εκδηλώνεται με αναπνευστική δυσχέρεια (δυσκολία στην αναπνοή – δύσπνοια). Αποτελεί την πιο συχνή αιτία εισαγωγής στο νοσοκομείο αλλά και θανάτου μέχρι τον 6ο μήνα της ζωής.
Προκαλείται από ιούς με κυριώτερο τον ιό του αναπνευστικού συγκυτίου (RSV – Respiratory Cyncytial Virus), αλλά τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε ότι και αρκετοί άλλοι ιοί ευθύνονται για τη νόσο σε ποσοστό άνω του 30%. Συχνότεροι είναι οι ρινοϊοί - γνωστοί και σαν ιοί του κοινού κρυολογήματος, ο μεταπνευμονοϊός και άλλοι. Οι ιοί μεταδίδονται στα βρέφη από άλλα μεγαλύτερα παιδιά ή ενήλικους με τα μικροσταγονίδια που εκπέμπονται με το φτάρνισμα, το βήχα, το δυνατό γέλιο και τα οποία περιέχουν ιούς, και μολύνουν τον αέρα στον περιβάλλοντα χώρο. Με παρόμοιο τρόπο μολύνονται τα χέρια και διάφορα αντικείμενα που στη συνέχεια πιάνουν τα βρέφη και, όπως συνήθως συμβαίνει, τα φέρνουν στο στόμα. Έτσι ο ιοί μεταφέρονται στη μύτη ή στον φάρυγγα όπου πολλαπλασιάζονται και επεκτείνονται σε ολόκληρο το αναπνευστικό σύστημα.
Η είσοδος του ιού (στη μύτη, το φάρυγγα, τους βρόγχους) και η βλάβη που προκαλεί στα επιφανειακά κύτταρα, οδηγεί σε γενικευμένη στένωση όλων των αεραγωγών. Η στένωση προέρχεται από οίδημα του τοιχώματος των αεραγωγών, από νεκρωμένα κύτταρα και βλέννη και σε μερικές περιπτώσεις και από σπασμό των ελαστικών μυικών ινών που περικλείουν το τοίχωμα των βρόγχων. Η στένωση είναι πολύ πιό έντονη στους μικρούς βρόγχους - τα βρογχιόλια, από όπου πήρε και το όνομά της - και οδηγεί σε αύξηση των αντιστάσεων στην μετακίνηση του αέρα μέσα και έξω από τους πνεύμονες, που εκδηλώνεται με αναπνευστική δυσχέρεια, δηλαδή δυσκολία στην αναπνοή – δύσπνοια. Έτσι το βρέφος με βρογχιολίτιδα συνήθως ξεκινάει με ρινική καταρροή (αυτό που λέμε συνάχι), προοδευτικά αυξανόμενη ρινική απόφραξη, και ξηρό ερεθιστικό βήχα, που στη συνέχεια γίνεται βαθύς και υγρός, καθώς το βρέφος προσπαθεί να αποβάλλει τα φλέμματα. Ο πυρετός πάνω από 38,5 είναι μια από τις πρώτες εκδηλώσεις για το 50% των ασθενών. Μέσα σε μία με τρείς ημέρες εκδηλώνονται τα σημεία της αναπνευστικής δυσχέρειας, δηλαδή ταχύπνοια (γρήγορες αναπνοές σαν λαχάνιασμα) και εισολκές (βαθουλώματα ανάμεσα στις πλευρές, στο λαιμό ακριβώς πάνω από το στέρνο και εκεί που ο θώρακας ξεχωρίζει από την κοιλιά). Σε μερικές περιπτώσεις οι γονείς μπορεί να ακούσουν το λεγόμενο συριγμό, έναν ήχο σαν «γατάκια» στο στήθος του. Από τη στένωση ή την απόφραξη στα βρογχιόλια μειώνεται το οξυγόνο στο αίμα και το βρέφος μπορεί εμφανίσει κυάνωση (να μελανιάσει). Τα σημεία της αναπνευστικής δυσχέρειας, μπορεί να είναι ήπια, μέτρια ή και σοβαρά. Η λήψη τροφής είναι μειωμένη ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Σε νεογέννητα βρέφη μέχρι 40 ημερών και ιδιαίτερα στα πρόωρα ενδέχεται να συμβούν και επεισόδια άπνοιας.
Η διάγνωση είναι κλινική και γίνεται από τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, τα ευρήματα του γιατρού από την κλινική εξέταση, τη μέτρηση του κορεσμού του αίματος στο οξυγόνο και επικουρικά από την ταυτοποίηση του ιού, εξετάσεις αίματος και ακτινογραφία θώρακα.
Για τα βρέφη με τα ηπιότερα συμπτώματα ελάχιστα φάρμακα απαιτούνται. Σε όσα είναι πιό βαριά ή χρειάζεται να νοσηλευτούν ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν οξυγόνο, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, και σε ορισμένες περιπτώσεις βρογχοδιασταλτικά και κορτιζονούχα φάρμακα για μικρό χρονικό διάστημα. Τα βρέφη που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, ακόμη και για τη ζωή τους αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και επιθετικά, είναι αυτά που γεννήθηκαν πολύ πρόωρα με πολύ μικρό βάρος γέννησης, ή παρέμειναν σε μηχανική υποστήριξη αναπνοής και οξυγόνο για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν αναπτύξει τη χρόνια πνευμονική νόσο των νεογνών (βρογχοπνευμονική δυσπλασία), καθώς και τα βρέφη με βαριές συγγενείς καρδιοπάθειες. Για τις κατηγορίες αυτές υπάρχει ειδικό εμβόλιο προστασίας έναντι ενός από τους κυριώτερους ιούς που προκαλούν βρογχιολίτιδα – του ιού του αναπνευστικού συγκυτίου - και χορηγείται στους πρώτους μήνες της ζωής.
Το άσθμα είναι μια φλεγμονώδης πάθηση των βρόγχων (δηλαδή των σωλήνων που μεταφέρουν τον αέρα στις κυψελίδες των πνευμόνων), που σχετίζεται με διάχυτη και ποικίλου βαθμού στένωση. Η στένωση αυτή υποχωρεί είτε αυτόματα είτε μετά από φαρμακευτική αγωγή. Στους ασθενείς με άσθμα οι βρόγχοι έχουν χαρακτηριστικό την υπεραντιδραστικότητα (δηλαδή την υπερβολική αντίδραση) σε μια ποικιλία από περιβαλλοντικά ερεθίσματα όπως αλλεργιογόνες ή χημικές ουσίες.
Στην Ελλάδα όπως και στις άλλες αναπτυγμένες χώρες, το παιδικό άσθμα είναι μια από τις συχνότερες αιτίες για επίσκεψη στο τμήμα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων, για νοσηλεία σε νοσοκομείο και για απουσία από το σχολείο.
Η ακριβής αιτία του άσθματος δεν είναι επαρκώς κατανοητή. Το ανοσολογικό μας σύστημα ή το σύστημα ανοσίας, έχει σαν σκοπό να αντιδρά και να μας προστατεύει από ιούς, μικρόβια και άλλους περιβαλλοντικούς βλαπτικούς παράγοντες. Φαίνεται πως η ανάπτυξη ενός ιδιαίτερα ευερέθιστου συστήματος ανοσίας παίζει σημαντικό ρόλο για την εμφάνιση του άσθματος. Το γενετικό υπόβαθρο (η κληρονομικότητα), σε συνδυασμό με περιβαλλοντικούς παράγοντες καθορίζει την εκδήλωση και τη βαρύτητα της νόσου.
Μερικοί από τους παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση άσθματος είναι:
Τα συνηθισμένα συμπτώματα του άσθματος είναι:
Επιπλέον πιθανά συμπτώματα στα παιδιά είναι:
Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε υπόψιν ότι τα συμπτώματα του άσθματος παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία μεταξύ των ασθενών και στον ίδιο τον ασθενή στην πορεία του χρόνου, από ήπια και ανεπαίσθητα μέχρι πολύ σοβαρά και επίμονα.
Το άσθμα δεν είναι μια αρρώστια όμοια για όλα τα παιδιά, ούτε ίδια για όλες τις ηλικίες. Μέσα στο ευρύ φάσμα των κλινικών του εκδηλώσεων υπάρχουν χαρακτηριστικοί τύποι που ονομάζονται φαινότυποι άσθματος και είναι αποτέλεσμα της αλληλοεπίδρασης των γενετικών παραγόντων με το περιβάλλον.
Ο πιο συχνός φαινότυπος για τα παιδιά είναι αυτός που θα αποκαλούσαμε διαλείπον μεταλοιμώδες άσθμα. Τα παιδιά έχουν συμπτώματα άσθματος που προκαλούνται αποκλειστικά και μόνον από τους ιούς του αναπνευστικού. Ενδιάμεσα από τις ιώσεις δεν υπάρχουν συμπτώματα άσθματος. Ο φαινότυπος αυτός συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες αλλά είναι πιο συχνός στην προσχολική ηλικία.
Ένας άλλος φαινότυπος είναι το αλλεργικό άσθμα, στο οποίο τα παιδιά αναπτύσσουν αλλεργική αντίδραση σε εισπνεόμενα περιβαλλοντικά αλλεργιογόνα τα οποία προκαλούν στένωση των βρόγχων και ασθματικού τύπου φλεγμονή.Ο φαινότυπος αυτός μπορεί να χαρακτηρίζεται από εποχικότητα (εποχιακό αλλεργικό άσθμα) δηλαδή τα συμπτώματα να εκδηλώνονται την εποχή που αφθονούν συγκεκριμένα αλλεργιογόνα (πχ οι γύρεις την άνοιξη).
Μια άλλη μορφή του αλλεργικού άσθματος είναι το επίμονο ή χρόνιο άσθμα στο οποίο τα συμπτώματα είναι μονίμως παρόντα αλλά στην εποχή των αλλεργιογόνων επιδεινώνονται.Υπάρχει τέλος και μια άλλη μορφή άσθματος - το αποκαλούμενο από πολλούς ενδογενές άσθμα - που συνήθως αρχίζει λίγο πριν, ή κατά την εφηβεία, με δύσπνοια στην άσκηση και προοδευτική εμφάνιση πιο επίμονων συμπτωμάτων χωρίς να υπάρχει αλλεργική ευαισθητοποίηση.
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι, αφενός η μεταβολή της εικόνας του άσθματος στην πορεία του χρόνου για τα παιδιά και αφετέρου η αλληλοεπικάλυψη των παραπάνω φαινοτύπων. Για παράδειγμα, μια ιογενής λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα άσθματος σε κάθε φαινότυπο και σε οποιαδήποτε ηλικία, ενώ η κλινική εικόνα που θα προκύψει μπορεί να είναι από πολύ ήπια μέχρι πολύ βαριά.
Η διάγνωση του άσθματος είναι πολλες φορές δύσκολη. Ο γιατρός θα λάβει υπόψη του τη φύση και τη συχνότητα των συμπτωμάτων, θα διενεργήσει τις αναγκαίες εργαστηριακές και ακτινολογικές εξετάσεις και θα πρέπει να αποκλείσει άλλες παθολογικές καταστάσεις με παρόμοια συμπτώματα.
Ο στόχος της θεραπείας είναι να τεθούν τα συμπτώματα υπό έλεγχο σε μόνιμη βάση. Καλώς ελεγχόμενο άσθμα σημαίνει πως το παιδί έχει:
Η θεραπεία του άσθματος περιλαμβάνει την πρόληψη των συμπτωμάτων καθώς και την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ασθματικών εξάρσεων όταν εκδηλώνονται.
Η απαραίτητη αγωγή καθορίζεται με βάση την κλινική εικόνα του κάθε παιδού και τροποποιείται ανάλογα με την ανταπόκριση και την πορεία της νόσου.
Σε γενικές γραμμές τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν τα βρογχοδιασταλτικά και τα αντιφλεγμονώδη.
Τα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά (Σαλβουταμόλη, Βρωμιούχο Ιπρατρόπιο) και τα εισπνεόμενα αντιφλεγμονώδη (κορτιζονούχα) χορηγούνται στα παιδιά μόνο με τον κατάλληλο για την ηλικία αεροθάλαμο ή με ηλεκτρική συσκευή νεφελοποίησης. Απαραίτητη είναι η κατάλληλη εκπαίδευση των γονέων στη σωστή χρήση αυτών των συσκευών. Ωρισμένα φάρμακα δίνονται από το στόμα για βραχύ χρονικό διάστημα ή μακροχόνια σαν προληπτική αγωγή. Σε περιπτώσεις σοβαρού αλλεργικού άσθματος είναι ενδεχόμενο να χρειαστεί ειδική θεραπεία από αλλεργιολόγο.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι πως η σωστή επιλογή των φαρμάκων και η κατάλληλη χρήση τους έχει σαν συνέπεια την αποτελεσματική αντιμετώπιση του άσθματος και οι ενδεχόμενες παρενέργειες είναι εξαιρετικά σπάνιες και καθόλου σημαντικές για την υγεία του παιδιού.